- λειμώνας
- ο (AM λειμών, -ῶνος)τόπος γεμάτος χλόη, κατάλληλος για βοσκή, λιβάδι, βοσκοτόπι («ἐν μαλακῷ λειμῶνι καὶ ἄνθεσιν ἐαρινοῑσι», Ησίοδ.)αρχ.1. συνεκδ. κάθε λαμπρή και ανθηρή επιφάνεια2. το γυναικείο αιδοίο3. στον πληθ. οἱ λειμῶνεςτα άνθη4. φρ. α) «λειμών θαλάσσης» — ο σπόγγος, το σφουγγάριβ) «Λειμών λέξεων» — τίτλος έργου τού Παμφίλου.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. εμφανίζει επίθημα -μων, -μωνος(πρβλ. χει-μών) και έχει άμεση σχέση με τα λιμήν*, λίμνη*. Ο τ. λειμών με σημ. «υγρασία, λιμνάζοντα ύδατα» συνδέεται με λατ. limus «λάσπη, βούρκος», ισλανδ. slim «βλέννα», αρχ. άνω γερμ. slīm, με την ίδια σημ. (πρβλ. λείμαξ), οπότε ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *(s)lei- «βλεννώδης». Κατ' άλλη άποψη, η λ. συνδέεται με λατ. limus επίθ. «λοξός, πλάγιος», λεττον. leja «κοιλάδα, κοιλότητα», καθώς και με το λιάζομαι «απομακρύνομαι, ξεφεύγω» — σ' αυτή την περίπτωση πρέπει να αναχθεί σε ΙΕ ρίζα *lei- (με παρέκταση -m-) «κάμπτω, λυγίζω».ΠΑΡ. λείμαξ, λειμώνιος, λιμήν, λίμνηαρχ.λειμωνήρης, λειμωνιάτης, λειμωνόθεν.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. λειμωνοειδής. (Β συνθετικό) αρχ. βαθύλειμος, βαθυλείμων, εύλειμος, ευλείμων, ευρυλείμων, ποικιλείμων].
Dictionary of Greek. 2013.